
Διαλογισμός
Διαλογισμός
Ο
διαλογισμός παίζει κεντρικό ρόλο στη Διδασκαλία του Βούδα.
Ο ίδιος ο Βούδας ήταν ο μεγαλύτερος διαλογιστής (yogi) που έχει γνωρίσει ο κόσμος, και η συνήθης στάση του, όπως απεικονίζεται μεταξύ άλλων σε αγάλματα, είναι η οκλαδόν διαλογιστική στάση.
Συνέλαβε τις αλήθειες που ανακάλυψε μέσα από βαθύ διαλογισμό, δηλαδή την αναλυτική και συστηματική παρατήρηση και μελέτη του νου και της ύλης—μα ιδιαίτερα του νου, με όλες τις ψευδαισθήσεις και την ταλαιπωρία που αυτός δημιουργεί—και με την υπέρβασή τους μέσω της μη προσκόλλησης, της αποταύτισης και της απελευθέρωσης, κάτι που κανένας δεν είχε τολμήσει να κάνει έως τότε.

Οι τρεις πρώτιστοι τρόποι διαλογισμού
Υπάρχουν τρεις πρώτιστοι τρόποι διαλογισμού:
- «ηρεμιστικός διαλογισμός» ως πρωταρχική πρακτική
(samatha-pubbaṅgamaŋ), - «διορατικός διαλογισμός» ως πρωταρχική πρακτική
(vipassanā-pubbaṅgamaŋ),
και - «ηρεμιστικός και διορατικός διαλογισμός» σε συνδυασμό (samatha-vipassanaŋ yuganaddhaŋ).[1]
Ο ηρεμιστικός διαλογισμός ως πρωταρχική πρακτική
Ο ηρεμιστικόςδιαλογισμός οδηγεί στη βαθιά αυτοσυγκέντρωση (samādhi), στη νοητική αταραξία και στις διαλογιστικές εκστάσεις (jhāna). Ο διαλογιζόμενος που ασκείται σε αυτόν τον διαλογισμό ονομάζεται «αυτός που έχει ως όχημα τον ηρεμιστικό διαλογισμό» (samatha-yānika).
Η θεμελιώδης αρχή στον ηρεμιστικό διαλογισμό είναι η αυτοσυγκέντρωση (samādhi) ή «ενότητα του νου» (cittassa ekaggatā) σ’ ένα αντικείμενο ή σε μια έννοια για παρατεταμένο χρονικό διάστημα μέσω της αδιάσπαστης προσοχής, με τον αποκλεισμό άλλων αντικειμένων. Η αυτοσυγκέντρωση αυτή επιφέρει ηρεμία, σιωπή, γαλήνη και ειρήνη, που δημιουργούν ευχάριστα συναισθήματα ευεξίας, ευφροσύνης, αγαλλίασης, ευδαιμονίας, ευφορίας κ.λπ. Έχει επίσης τη δυνατότητα να οδηγήσει σταδιακά στις διαλογιστικές εκστάσεις (jhāna) που μπορούν να χρησιμεύσουν ως βάση για τον διορατικό διαλογισμό (vipassanā), τον οποίο ανακάλυψε ο Βούδας και πέτυχε έτσι την τελική του Φώτιση.
Η διαλογιστική έκσταση (jhāna)
Οι σχολιαστές της Πάλι παράγουν τη λέξη jhāna από τη ρίζα jhe, που σημαίνει «μελετώ, διαλογίζομαι», και από την άλλη ρίζα jhā, που σημαίνει «καίω». Έτσι, jhāna σημαίνει: α) «διαλογισμός σε ένα αντικείμενο» (ārammaṇ’ūpanijjhāna) ή β) «κάψιμο αντιθετικών καταστάσεων» (paccanīka-jhāpana). Οι αντιθετικές καταστάσεις είναι αυτές που αντιτίθενται στην αυτοσυγκέντρωση, και είναι τα πέντε πνευματικά εμπόδια (nīva-raṇa), δηλαδή: 1) φιλήδονη επιθυμία, 2) θυμός, 3) νωθρότητα και υπνηλία, 4) ανησυχία και τύψη, και 5) αμφιβολία.
Μια άλλη λέξη που οι σχολιαστές χρησιμοποιούν για την jhāna είναι appanā, που σημαίνει «απορρόφηση» και εξηγείται ως «προσήλωση/απορρόφηση της εστιασμένης ή ενωμένης σκέψης σε ένα αντικείμενο» (ekaggaŋ cittaŋ ārammaṇe appeti). Ως εκ τούτου, σε ένα λεξικό Πάλι-Αγγλικών η έννοια της appanā μεταφράζεται «έκσταση» (ecstasy).[2]
Αν και η λέξη jhāna ή dhyāna δεν μπορεί να αποδοθεί κυριολεκτικά στα ελληνικά, μπορεί να μεταφραστεί ως «έκσταση» (από το ρήμα ἐξίστημι < ἐκ + ἵστημι, δηλαδή «ίσταμαι έξω από»), που είναι η πλήρης έξοδος ή ο πλήρης αποχωρισμός του νου από τον κόσμο των αισθήσεων, από την ηδονική σφαίρα, και η ένωσή του με ένα αντικείμενο αυτοσυγκέντρωσης, η απορρόφησή του σε αυτό.
Όπως περιγράφεται στα κείμενα Πάλι, η jhāna (έκσταση) έχει τη δυνατότητα να υπερβεί τη συνείδηση της ηδονικής σφαίρας (kāmāvacara) και να επιτύχει τη συνείδηση της λεπτοφυούς υλικής σφαίρας. Γενικά, η jhāna είναι μια νοητική κατάσταση πέρα από τις πέντε αισθητηριακές λειτουργίες και μπορεί να επιτευχθεί μόνο σε απομόνωση και ησυχία με αδιάκοπη επιμονή στην πρακτική της αυτοσυγκέντρωσης. Κατά την επίτευξή της αναστέλλεται κάθε δραστηριότητα των πέντε αισθήσεων. Δεν γίνονται αντιληπτές εξωτερικές οπτικές, ακουστικές ή σωματικές εντυπώσεις. Ωστόσο, μολονότι όλες οι εξωτερικές αισθητηριακές εντυπώσεις έχουν σταματήσει, ο νους παραμένει ενεργός, τελείως άγρυπνος, ολότελα ξύπνιος και διαυγής, με πλήρη επίγνωση του αντικειμένου της αυτοσυγκέντρωσης και της μακάριας εμπειρίας που προκύπτει απ’ αυτή, όπως η αγαλλίαση και η ευδαιμονία.
Η ορθή αυτοσυγκέντρωση, που προκύπτει από την επίτευξη της έκστασης, περισυλλέγει το συνήθως διασκορπισμένο και διαλυμένο ρεύμα των νοητικών καταστάσεων και προκαλεί εσωτερική ενοποίηση. Τα δύο κύρια χαρακτηριστικά ενός τέτοιου αυτοσυγκεντρωμένου νου είναι η αδιάσπαστη προσοχή σ’ ένα αντικείμενο και η συνακόλουθη ηρεμία των νοητικών λειτουργιών—ιδιότητες που τον διακρίνουν από τον μη συγκεντρωμένο νου.
Ο νους που είναι αγύμναστος στην αυτοσυγκέντρωση, κινείται με διασκορπισμένο τρόπο, τον οποίο ο Βούδας παρομοιάζει με το τρέμουλο και το σπαρτάρισμα ενός ψαριού που έχει πεταχτεί από το νερό στην ξηρά. Δεν μπορεί να μείνει ακίνητος, αλλά τρέχει από ιδέα σε ιδέα, από σκέψη σε σκέψη, χωρίς εσωτερικό έλεγχο. Ένας τέτοιος διασπασμένος νους είναι επίσης ένας νους με αυταπάτες. Κατακλυσμένος από ανησυχίες, βλέπει τα πράγματα μόνο τεμαχισμένα και παραμορφωμένα λόγω των διακυμάνσεων τυχαίων σκέψεων. Όπως συμβουλεύει ο Βούδας:
«Αυτόν τον άστατο και ασταθή νου,
που είναι δύσκολο να προστατευθεί,
να εμποδιστεί και να δαμαστεί,
τον ισιώνει ο σοφός
όπως ο τοξοποιός το βέλος.
Το δάμασμα του νου είναι καλό,
γιατί ένας δαμασμένος νους φέρνει ευτυχία».[3]
Ο νους που έχει εκγυμναστεί και έχει δαμαστεί με την αυτοσυγκέντρωση, μπορεί να παραμείνει εστιασμένος στο αντικείμενό του χωρίς διάσπαση της προσοχής. Με την προσήλωση του νου σ’ ένα επιλεγμένο αντικείμενο, όλη η διανοητική διάσπαση της προσοχής εξαλείφεται. Τα πνευματικά εμπόδια καταστέλλονται, ο νους επιτυγχάνει αταραξία και απορροφάται πλήρως στο αντικείμενό του.
Αυτή η ελευθερία από τη διάσπαση της προσοχής προκαλεί περαιτέρω γαλήνη, αγαλλίαση και ευτυχία, που κάνουν τον νου αποτελεσματικό μέσο διείσδυσης στη σοφία και την απελευθέρωση.
Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο σε pdf κάνοντας κλικ εδώ
[1] A II, Yuganaddha-sutta, σ. 157.
[2] PED: appanā – ecstasy.
[3] Dhp, 33, 34.