Ελληνοβουδισμός
Οι Επιρροές μεταξύ Ελληνισμού και Βουδισμού
Ο Ελληνοβουδισμός είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πολιτισμική πρόσμιξη στοιχείων του ελληνικού πολιτισμού και του Βουδισμού, η οποία ξεκίνησε τον 4ο αιώνα π.Χ. με την έναρξη της ελληνιστικής περιόδου, και συνεχίστηκε ως τον 5ο αιώνα.
Ήταν μια πολιτιστική συνέπεια μιας μακράς αλυσίδας γεγονότων, και η αλληλεπίδραση μεταξύ του ελληνικού στοιχείου και του Βουδισμού ξεκίνησε με τις εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου και την κατάκτηση της Περσικής αυτοκρατορίας, και τις επιπλέον κατακτήσεις στις περιοχές ανατολικότερα της Κεντρικής Ασίας, στις γεωγραφικές εκτάσεις όπου σήμερα βρίσκονται οι χώρες του Αφγανιστάν, Πακιστάν, Ουζμπεκιστάν, Τατζικιστάν και Τουρκμενιστάν στα βόρεια, και στα νότια ο Ινδός ποταμός και ανατολικότερα ο Υδάσπης, φτάνοντας ως τον Ύφαση ποταμό, καθιερώνοντας έτσι μια άμεση επαφή με τους πολιτισμούς της Ινδίας.
Αυτές οι εκστρατείες και η δημιουργία των Ελληνιστικών Βασιλείων στην Ινδία δημιούργησαν τις συνθήκες επαφής των Ελλήνων με τη Βουδιστική διδασκαλία και την εγκαθίδρυση βουδιστικών κοινοτήτων. Οι περιοχές από τις οποίες ξεκίνησε, περιλαμβάνουν αυτές του σύγχρονου Αφγανιστάν, του Πακιστάν και της Ινδίας.
Παρ’ όλα αυτά, λίγοι άνθρωποι γνωρίζουν σήμερα ότι οι Έλληνες ήταν οι πρώτοι Ευρωπαίοι οι οποίοι ασπάσθηκαν τον Βουδισμό αιώνες πριν την εμφάνιση του Χριστιανισμού, και υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ότι οι πρώτοι γλύπτες οι οποίοι απεικόνισαν τον Βούδα σε μορφή αγαλμάτων ήταν ελληνικής καταγωγής. Αυτά τα αγάλματα παρουσιάζουν μία ρεαλιστική μεταχείριση της δίπλωσης των ιματίων και διαχείριση του συνολικού όγκου, παρόμοια με τις καλύτερες ελληνικές δημιουργίες, και τα οποία ανήκουν στην κλασική και ελληνιστική Ελλάδα.
Από τον 4ο αιώνα π.Χ. η φιλοσοφική, ειρηνική και απελευθερωτική Διδασκαλία του Βούδα είχε μεγάλο αντίκτυπο στον Ελληνισμό, όταν υπήρξε μεγάλη αλληλεπίδραση των Ελληνικών και Βουδιστικών πολιτισμών στην Ασία.
Μάλιστα, κάτι που ακόμα λιγότεροι άνθρωποι γνωρίζουν, οι Έλληνες των Ελληνιστικών Βασιλείων της Ινδίας ήταν εκείνοι οι οποίοι έπαιξαν έναν σημαντικό ρόλο στη διάδοση του Βουδισμού.
Έτσι, ο Έλληνας βουδιστής μοναχός Νταμμαράκχιτα (Dhamma-rakkhita—τίτλος που σημαίνει Προστατεύομενος από την Διδασκαλία), ήταν ένας από τους ιεραπόστολους που στάλθηκαν από τον βουδιστή αυτοκράτορα Ασόκα, για την διάδοση της βουδιστικής Διδασκαλίας στο βορειοδυτικό τμήμα της ινδικής χερσονήσου (aparantaka). Εκεί κήρυξε την Aggikkhandhopama Sutta και μετέτρεψε 37.000 άτομα στον Βουδισμό. Αυτή η αναφορά βρίσκετε στο μεγάλο χρονικό της Σρι Λάνκα το «Μαχάβανσα» (Mhv.xii.4, 34f.), όπου ο Νταμμαράκχιτα περιγράφεται ως Έλληνας (Γιόνακα). «Γιόνακα» (Yonaka), «Γιόνα» (Yona), ή «Γιάβανα» (Yavana), που κυριολεκτικά σημαίνει «Ίωνας /ες» είναι το όνομα με το οποίο περιγράφονταν οι Έλληνες στην αρχαία εποχή σε ολόκληρο τον κλασικό κόσμο. Ήταν ένθερμοι αποδέκτες του Βουδισμού και το παράδειγμα του Έλληνα (Γιόνακα) Νταμμαράκχιτα δείχνει ότι έλαβαν ακόμη και έναν ενεργό ρόλο στην εξάπλωση του Βουδισμού ως κορυφαίοι ιεραπόστολοι.
Ελάχιστοι δε είναι και αυτοί που γνωρίζουν ότι ο ίδιος ο Βούδας περίπου τον πέμπτο αιώνα π.Χ. σε μία από τις διδασκαλίες του αναφέρθηκε στους Έλληνες (Yona, στα Ινδικά της εποχής), όταν συνέκρινε το άκαμπτο κοινωνικό σύστημα των τεσσάρων Ινδικών τάξεων ή καστών με αυτό των Ελλήνων και άλλων γειτονικών χωρών όπου υπήρχαν μόνο δύο τάξεις ανθρώπων, των δεσποτών και των δούλων, και όπου ο δεσπότης μπορούσε να γίνει δούλος ή αντιστρόφως. (MN 93, Assalāyana Sutta).
Εκτός τούτων τα Ελληνικά ήταν από τις πρώτες γλώσσες στις οποίες καταγράφηκε μέρος των διδασκαλιών του Βούδα, πολύ πριν από τον Κανόνα Πάλι, στις διάσημες στήλες και επιγραφές του Ινδού Αυτοκράτορα Ασόκα. Το παρακάτω κείμενο είναι μέρος των διδασκαλιών του Βούδα και βρέθηκε σε μία από τις 14 μεγαλύτερες επιγραφές που είχαν γραφτεί στα Ελληνικά:
[Εὐ] σέβεια καὶ ἐγκράτεια κατά πάσας τάς διατριβάς
“Piety and restraint in all ways of life”
ἐγκρατὴς δὲ μάλιστά ἐστιν ὃς ἂν γλώσης ἐγκρατὴς ἦι.
“In fact, he is the one who is restrained in language”
Καὶ μήτε ἑαυτοὺς ἐπα [ι] νῶσιν, μήτε τῶν πέλας ψέγωσιν περὶ μηδενός
“And neither to praise themselves, nor to criticize their neighbors (neighbors) for insignificant things”(Stone Inscription of Ashoka in Kandahar, 258 BC)
Η διδασκαλία αυτή έχει βρεθεί και στα κείμενα του Κανόνα Πάλι που αποτελεί την επίσημη γλώσσα των διδασκαλιών του Βούδα.
Ο Αυτοκράτορας Ασόκα υιοθέτησε την βουδιστική πίστη και έγινε ένας μεγάλος προσηλυτιστής του Τεραβάδα Βουδισμού κατά τον παραδοσιακό Κανόνα Πάλι, επιμένοντας στη μη χρήση βίας στους ανθρώπους και στα ζώα, και γενικές παραινέσεις για την ρύθμιση της ηθικής ζωής των ανθρώπων. Είναι μια ιστορική μορφή που αποτελεί για τον Βουδισμό ό,τι αποτελεί για τον Χριστιανισμό ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Α’. Ανήλθε στην εξουσία γύρω στο 270 π.Χ. και η βασιλεία του συνδέεται με το απόγειο της ισχύος της δυναστείας των Μαούρυα.
Σύμφωνα με τις επιγραφές του Ασόκα, οι οποίες είναι χαραγμένες σε πέτρα, και ορισμένες εκ των οποίων είναι γραμμένες και στα Ελληνικά, έστειλε βουδιστές αντιπροσώπους στις περιοχές των Ελλήνων στην Ασία, όσο και σε περιοχές τόσο μακριά ως την Μεσόγειο θάλασσα. Στα γραπτά αυτά, αναφέρονται ο κάθε ένας από τους ηγέτες του Ελληνικού κόσμου που συνάντησαν την εποχή εκείνη (μέσα 3ου αιώνα π.Χ.):
«Η κατάκτηση με τη Ντάρμα (Διδασκαλία)έχει κερδηθεί εδώ στα σύνορα, καθώς και ακόμη στα εξακόσια γιότζανα (4000 μίλια/6437 χλμ) μακριά, όπου ο Έλληνας βασιλιάς Antiyoga (Αντίοχος Β’ Ο Θεός – Σελευκίδες) κυβερνά, και πέρα από την γη αυτή υπάρχουν οι τέσσερις βασιλιάδες με την ονομασία Turamaya (Πτολεμαίος Φιλάδελφος – Αίγυπτος),Atiyoka (Αντίγονος Β’ Γονατάς – Μακεδονία), Maka (Μάγας ο Κυρηναίος – Κυρηναϊκή) και Alikasu[n]dara (Αλέξανδρος της Ηπείρου) που κυβερνούν, με τον ίδιο τρόπο που κάνουν στο νότο οιΤσόλα,Πάντια, και ως το Ταμραπάρνι (Σρι Λάνκα).» (Διάταγμα 13).
Ο Ασόκα επίσης ισχυρίστηκε πως προσήλυτισε τους ελληνικούς πληθυσμούς του βασιλείου του στον Βουδισμό:
«Εδώ στη γη του βασιλιά ανάμεσα στους Έλληνες, του Καμπότζιους, τους Ναμπχάκα, τους Ναμπχάπαμκιτ, τους Μπχότζα, τους Πιτνίκα, του Άντχρα και τους Παλίντα, παντού όλοι οι άνθρωποι ακολουθούν τις διδαχές της Ντάρμα.» (Διάταγμα 13).
(S. Dhammika)
Η πολιτιστική συνέπεια του ελληνικού πολιτισμού και του Βουδισμού συνεχίστηκε με την ίδρυση του Ελληνικού βασιλείου της Βακτριανής (250 π.Χ – 130 π.Χ), όπου βρίσκεται το σημερινό Αφγανιστάν. Τούτο επεκτάθηκε πιο βαθιά στην Ινδία το 180 π.Χ., όπου και ιδρύθηκε το Ινδοελληνικό βασίλειο, υπό το οποίο ο Βουδισμός διαδόθηκε ευρέως. Έτσι ο Βουδισμός ευημερούσε υπό την κυριαρχία των Ελληνοϊνδών βασιλέων. Οι Ελληνοϊνδοί βασιλείς συνδύασαν την ελληνική και τις ινδοϊρανικές γλώσσες και σύμβολα και τα θρησκευτικά έθιμα του Ινδουισμού, του Βουδισμού, και της αρχαίας ελληνικής θρησκείας. Υπήρξαν επίσης υποστηρικτές του Βουδισμού—ένας συνδυασμός που είναι σήμερα γνωστός ως ελληνοβουδισμός και ελληνοβουδιστική τέχνη.
O Μένανδρος Α´, ο οποίος έχει περιγραφτεί ως ο μεγαλύτερος και διάσημος των Ελληνοϊνδών βασιλέων, θεωρείται ως μεγάλος προστάτης του Βουδισμού. Ήταν ένας από τους βασιλείς του Ινδοελληνικού βασιλείου από το 163 π.Χ. έως το 145 π.Χ. Γνωστός ως Μένανδρος ο Δίκαιος, είχε την πρωτεύουσά του στην Σάγκαλα (Sāgala), τη σημερινή Σιαλκότ στο Παντζάμπ του Πακιστάν. Ασπάστηκε και προώθησε τον Βουδισμό, και στην Ινδική παράδοση αποκαλείται Μιλίντα. Οι διάλογοί του με τον Βουδιστή μοναχό Ναγκασένα (Nāgasena), ο οποίος είναι γνωστός για την στροφή του Μένανδρου από τον αρχαιοελληνικό πολυθεϊσμό στον Βουδισμό, αποτελούν την βουδιστική διατριβή γνωστή ως «Μιλίντα Πάνχα», που σημαίνει, «Οι Ερωτήσεις του Μενάνδρου». Ο Μένανδρος έφτασε στην φώτιση ως σοφός με την καθοδήγηση του Ναγκασένα.
Η βουδιστική παράδοση αναγνωρίζει τον Μένανδρο ως ένα από τους μεγάλους ευεργέτες της πίστης, μαζί με τους Ασόκα και Κανίσκα. Άλλωστε είναι πιθανόν ο Μένανδρος να άσκησε κάποιο προσηλυτιστικό έργο καθώς κατά την διάρκεια της βασιλείας του υπήρχε μεγάλο πλήθος ελλήνων βουδιστών μοναχών στις ελληνικές πόλεις όπου κυβερνούσε.
Έτσι, σύμφωνα με το χρονικό «Μαχάβανσα», ο Μαχά Νταμμαράκχιτα (Mahā Dhammarakkhita), ήταν ένας Έλληνας βουδιστής αρχιμοναχός κατά την διάρκεια της βασιλείας του Μενάνδρου που, περίπου το 130 π.Χ., οδήγησε 30.000 Έλληνες βουδιστές μοναχούς από «την Ελληνική πόλη Αλασάντρα» (Αλεξάνδρεια η επί του Καυκάσου, περίπου 150 χλμ. βόρεια της σημερινής πρωτεύουσας του Αφγανιστάν Καμπούλ) στην Σρι Λάνκα για το λατρευτικό προσκύνημα σε ένα μεγάλο βουδιστικό μνημείο ονομαζόμενο «Μαχά Στούπα». Αυτός ο μεγάλος αριθμός δείχνει πως ο Βουδισμός αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στην περιοχή του Μένανδρου και πως οι Έλληνες εκεί είχαν ενεργή παρουσία.
Εξάλλου, αρκετές βουδιστικές αφιερώσεις από Έλληνες της Ινδίας είναι καταγεγραμμένες, όπως αυτή του Έλληνα μεριδάρχη (κυβερνήτη επαρχίας) Θεόδωρου, ο οποίος περιγράφει σε γραφή Χαρόστι πως τέλεσε τη λατρεία των λειψάνων του Βούδα. Οι επιγραφές βρέθηκαν μέσα σε ένα βάζο που βρίσκονταν σε μια στούπα, και χρονολογούνται από τον καιρό της βασιλείας του Μενάνδρου ή ενός από τους διαδόχους του τον 1ο αιώνα π.Χ.: «Ο μεριδάρχης Θεόδωρος τέλεσε την λατρεία των λειψάνων του Σακιαμούνι [Βούδα], για το καλό του συνόλου των ανθρώπων». (Επιγραφή του Μεριδάρχη Θεόδωρου).
Η Ελληνοβουδιστική Τέχνη
Σύμφωνα με αρχαιολογικά ευρήματα και το British Museum, αγάλματα του Βούδα δεν έγιναν μέχρι τον 1ο αιώνα μ.Χ. Αν και δεν έχει οριστικοποιηθεί ως άποψη, οι πρώτες ανθρωπομορφικές αναπαραστάσεις του ίδιου του Βούδα θεωρείται πιθανό πως είναι αποτέλεσμα της ελληνοβουδιστικής αλληλεπίδρασης. Πριν από αυτόν τον νεοτερισμό, η βουδιστική τέχνη ήταν ανεικονική, ο Βούδας δηλαδή απεικονιζόταν μόνο μέσω των συμβόλων του (έναν άδειο θρόνο, το ιερό δέντρο Μπόντι, τις πατημασιές του Βούδα, τον τροχό της Ντάρμα).
Οι Ελληνοβουδιστές ανέπτυξαν την ελληνοβουδιστική τέχνη, που είναι ουσιαστικά πολιτισμικός συγκρητισμός ανάμεσα στην κλασική ελληνική κουλτούρα και τον Βουδισμό. Το θεματικό περιεχόμενο των δημιουργιών είναι καθαρά Βουδιστικό, που δεν σχετίζεται άμεσα με τους Έλληνες ή τους Ρωμαίους ως προς το θρησκευτικό θέμα. Η τεχνοτροπία όμως παρουσιάζει ελληνική επιρροή που χαρακτηρίζεται από τον ισχυρό ιδεαλιστικό ρεαλισμό της ελληνιστικής τέχνης.
Η καταγωγή της ελληνοβουδιστικής τέχνης θα πρέπει να αναζητηθεί στο Ελληνικό βασίλειο της Βακτριανής, από το οποίο δημιουργήθηκε το μετέπειτα Ινδοελληνικό βασίλειο. Υπό την κυριαρχία των ινδοελληνικών βασιλέων και μετέπειτα της αυτοκρατορίας των Κουσάν, η αλληλεπίδραση της ελληνικής και βουδιστικής κουλτούρας άνθισε στην περιοχή της Γκαντάρα (Gandhāra), στο σημερινό βόρειο Πακιστάν, πριν εξαπλωθεί περαιτέρω μέσα στην Ινδία, επηρεάζοντας την τέχνη της περιοχής Μάτουρα (Mathura) στην βόρεια Ινδία, και στη συνέχεια την Χίντου τέχνη της αυτοκρατορίας Γκούπτα, η οποία επρόκειτο να επεκταθεί στην υπόλοιπη νοτιοανατολική Ασία (Καμπότζη, Λάος, Ταϊλάνδη, Βιετνάμ).
Η επίδραση της ελληνοβουδιστικής τέχνης απλώθηκε επίσης βόρεια προς την Κεντρική Ασία, επηρεάζοντας σε μεγάλο βαθμό την τέχνη του Ταρίμ, και ουσιαστικά τις τέχνες στην Κίνα, την Κορέα και την Ιαπωνία.
Η ελληνική επιρροή στην αναπαράσταση του Βούδα έκανε δυνατή μέσω ενός εξιδανικευμένου ρεαλισμού, μια πολύ προσιτή, κατανοητή και ελκυστική απεικόνιση του απώτερου σταδίου της φώτισης όπως την περιγράφει ο Βουδισμός, δίνοντάς του την δυνατότητα να προσεγγίσει ένα ευρύτερο κοινό.
Κατά τους επόμενους αιώνες, αυτή η ανθρωπομορφική αναπαράσταση του Βούδα καθόρισε τον κανόνα της βουδιστικής τέχνης, αλλά βαθμιαία εξελίχθηκε με την συμπερίληψη περισσότερων ινδικών και ασιατικών στοιχείων.