Η Πρώτη Ευγενής Αλήθεια:
Ο Υπαρξιακός Πόνος
Η Πρώτη Ευγενής Αλήθεια:
Ο Υπαρξιακός Πόνος
Το Υπαρξιακό Πρόβλημα
Η
διδασκαλία του Βούδα προκύπτει ως απάντηση στα οικουμενικά και καίρια ερωτήματα του ανθρώπου, τα οποία αφορούν τον υπαρξιακό πόνο, το γήρας, την αρρώστια και τον θάνατο, που βρίσκονται στο επίκεντρο του υπαρξιακού μας κατεστημένου και που μας απειλούν παντού, καθώς συνεχώς λαμβάνουν χώρα. Αυτό που διακρίνει τη διδασκαλία του από άλλες θρησκευτικές ή φιλοσοφικές προσεγγίσεις στο υπαρξιακό κατεστημένο είναι η αμεσότητα, η διεξοδικότητα και ο ασυμβίβαστος ρεαλισμός με τον οποίο κοιτάζει αυτή την υπαρξιακή δυστυχία.
Παρά τις πολλές διαφορές ανάμεσα στα έμβια όντα, υπάρχει ένα πράγμα που τα ενώνει όλα από το χαμηλότερο επίπεδο ύπαρξης στο υψηλότερο: όλα αναζητούν την ελευθερία από τη δυστυχία και την επίτευξη της αληθινής ευτυχίας. Ακριβώς αυτή την εγγενή παρόρμηση των όντων καθιστά ο Βούδας το επίκεντρο της διδασκαλίας του, τον κρίκο που συνδέει όλες τις διδαχές και τις πρακτικές μαζί. Αλλά αντί να λαμβάνει ως δεδομένο τις κοινές αντιλήψεις μας, ο Βούδας ξεκινά μια κριτική έρευνα στο ερώτημα του τι συνιστά δυστυχία και τι χαρίζει την προοπτική για αναπόσπαστη ευτυχία. Οι προκαταλήψεις μας για το τι θα μας κάνει ευτυχισμένους είναι συχνά παραπλανητικές και προέρχονται από μια εμμονή με την άμεση ευχαρίστηση, η οποία αποκλείει την αναγνώριση των βαθύτερων επιπτώσεων και των μακροπρόθεσμων συνεπειών της συμπεριφοράς μας.
Συνεπώς, ο Βούδας δεν μας προσφέρει καταπραϋντικά, που αφήνουν άθικτες τις υποκείμενες ασθένειες κάτω από την επιφάνεια, δίνοντάς μας μια αίσθηση ασφάλειας σε έναν παραμυθένιο παράδεισο ή βασίλειο εν ουρανοίς. Αντίθετα, εντοπίζει έως και τις βαθύτερες και πιο θεμελιώδεις αιτίες της υπαρξιακή μας ασθένειας που είναι τόσο επίμονες και καταστροφικές, και μας δείχνει πώς μπορούν να εκριζωθούν εντελώς.
Οπότε, ενώ η διδασκαλία θα οδηγήσει τελικά στη σοφία, η οποία εξαλείφει τις αιτίες της υπαρξιακής δυστυχίας και του πόνου, αυτή η διαδικασία δεν ξεκινάει από αυτό το σημείο. Ξεκινά από την παρατήρηση των σκληρών γεγονότων της καθημερινής πραγματικότητας. Κι εδώ επίσης είναι εμφανής ο ρεαλισμός της, καθώς δεν τίθεται θέμα αισιοδοξίας ή απαισιοδοξίας με το να εξετάζει κάποιος τα πράγματα από την πιο ευνοϊκή ή αρνητική άποψη, αλλά με το να έχει μια ρεαλιστική εικόνα αυτού που αποκαλούμε ζωή.
Η διδασκαλία αρχίζει καλώντας μας να αναπτύξουμε μια ικανότητα που ονομάζεται «συνετή προσοχή» (yoniso manasikara). Ο Βούδας μάς ζητά να σταματήσουμε να περιπλανιόμαστε απερίσκεπτα στη ζωή μας και αντ’ αυτού να δίνουμε συνετή προσοχή σε απλές αλήθειες που είναι παντού διαθέσιμες και κραυγάζουν για τη διαρκή εξέταση που τους αξίζει.
Μία από τις πιο προφανείς και αναπόφευκτες αλήθειες—καθώς και μία απ’ αυτές που μας είναι πιο δύσκολο να παραδεχτούμε πλήρως—είναι πως είμαστε καταδικασμένοι να γεράσουμε, να αρρωστήσουμε και να πεθάνουμε.
Ιδιαίτερα για την παγκοσμιότητα και το αναπόφευκτο του γήρατος και του θανάτου, που έρχονται νωρίς ή αργά, αλλά έρχονται οπωσδήποτε, και στο τέλος πάντοτε κερδίζουν, ο Βούδας δίνει την εντυπωσιακή παραβολή με τους πελώριους σίφουνες. Όπως λέει:
«Όπως πυκνότατοι και πελώριοι σίφουνες,
ακουμπώντας στον ουρανό,
στροβιλίζονται απ’ όλες τις πλευρές,
συντρίβοντας τα πάντα στις τέσσερις κατευθύνσεις,
έτσι το γήρας και ο θάνατος
κατασυντρίβουν τα έμβια όντα
και δεν εξαιρούν κανένα.
Δεν υπάρχει ελπίδα για νίκη
ούτε και με στρατεύματα ελεφάντων,
με άρματα και πεζικό·
ούτε κανείς μπορεί να τους νικήσει
με ξόρκια και προσευχές
ή να τους εξαγοράσει με πλούτο».[1]
Τη νίκη αυτή, ωστόσο, όπως μας λέει ο Βούδας, μπορεί να την επιτύχει κάποιος που είναι σοφός (paṇḍita). Γι’ αυτό μας καλεί να αναγνωρίσουμε την πραγματικότητα των γηρατειών και του θανάτου προκειμένου να μας παρακινήσει να εισέλθουμε στον δρόμο της σοφίας, που στην προκειμένη περίπτωση είναι η μη προσκόλληση σε πράγματα που έχουν τη φύση να γερνούν, να φθείρονται, να παρακμάζουν και να πεθαίνουν, όπως το υλικό μας σώμα, τα αισθήματα, οι αντιλήψεις, οι νοητικές λειτουργίες και η συνείδησή μας, που εν συντομία ονομάζονται «πέντε συναθροίσματα του νου και της ύλης». Η παραίτηση από την προσκόλληση ή την πρόσδεση σε αυτά τα φθαρτά, εφήμερα, παρακμάζοντα και θνητά συναθροίσματα οδηγεί στην πλήρη απελευθέρωση από την επώδυνη υπαρξιακή περιπλάνηση στη σανσάρα (saŋsāra), κι επομένως στην επίτευξη της Αθανασίας, το Νιμπάνα (Nibbāna).
Η έννοια της σανσάρα, που στην κυριολεξία σημαίνει «συνεχής περιπλάνηση», αναφέρεται στον «επώδυνο κύκλο της γέννησης, του θανάτου και της επαναγέννησης»[2] μέσα στον πάντα ανήσυχο και κυματώδη ωκεανό της ύπαρξης, όπου κάποιος γεννιέται ξανά και ξανά, γερνά, υποφέρει και πεθαίνει.
Πιο συγκεκριμένα, η σανσάρα είναι η αδιάκοπη αλληλουχία των «πέντε συναθροισμάτων» της ύπαρξης (pañca–khandha), τα οποία προωθούνται από την «επιθυμία» ή τη «λαχτάρα» (taṇhā) για αισθησιακές ηδονές ή για ύπαρξη, κ.λπ., που αποτελεί την κύρια και δυναμική αιτία του κύκλου της επαναγέννησης. Αυτά τα συναθροίσματα αλλάζουν συνεχώς απ’ τη μια στιγμή στην άλλη και συνεχίζουν μέσα σε αδιανόητα μακρές χρονικές περιόδους, όσο η επιθυμία εξακολουθεί να υφίσταται. Μία μόνο ζωή στη σανσάρα αποτελεί απλώς ένα μικρό και φευγαλέο χρονικό διάστημα.
Η απελευθέρωση από τη σανσάρα ονομάζεται mokkha (τελική απελευθέρωση) ή Νιμπάνα, και η πρακτική που οδηγεί στο τέλος της σανσάρα είναι η «Ευγενής Οκταμελής Οδός» (ariya-aṭṭhaṅgika-magga), για την οποία θα συζητήσουμε παρακάτω στο Κεφ. VI.
Επομένως, για να μπορέσει κάποιος να κατανοήσει πλήρως την Πρώτη Ευγενή Αλήθεια, πρέπει να στρέψει το βλέμμα του στη σανσάρα, σε αυτή την τρομερή αλληλουχία της επαναγέννησης, και όχι απλώς στη διάρκεια μίας μόνο ζωής που, φυσικά, μερικές φορές μπορεί να μην είναι και τόσο επώδυνη. Όπως λέει ο Βούδας:
«Αυτή η σανσάρα είναι χωρίς εντοπίσιμη άκρη, και η πρώτη αρχή των όντων, που περιπλανιούνται και περιφέρονται εμποδισμένα από την άγνοια (avijjā) και δεσμευμένα από τα δεσμά της επιθυμίας (taṇhā), δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή.
»Η ροή των δακρύων, που έχετε χύσει καθώς περιπλανηθήκατε και περιφερθήκατε σε αυτή τη μακρά πορεία, κλαίγοντας και θρηνώντας, είναι περισσότερη από το νερό στους τέσσερις μεγάλους ωκεανούς. Επειδή για πολύ καιρό έχετε βιώσει τον θάνατο της μητέρας, του πατέρα, του αδελφού, της αδελφής, του γιου, της θυγατέρας και την απώλεια των συγγενών, του πλούτου και της υγείας, και καθώς τα βιώνατε, κλαίγατε και θρηνούσατε εξαιτίας του ότι ήσασταν ενωμένοι με το δυσάρεστο και χωρισμένοι από το ευχάριστο.[3]
»Επίσης, η ροή του αίματος, που έχετε χύσει καθώς περιπλανηθήκατε και περιφερθήκατε σε αυτή τη μακρά πορεία, είναι περισσότερη από το νερό στους τέσσερις μεγάλους ωκεανούς. Επιπλέον, ένα άτομο περιπλανώμενο και περιφερόμενο μέσα σε αυτή τη μακρά πορεία θα άφηνε πίσω του σωρό οστών τόσο μεγάλο όσο ένα βουνό, αν υπήρχε κάποιος να τα συλλέξει και ό,τι συνέλεγε δεν αφανιζόταν.
»Κι έτσι, για πολύ καιρό έχετε βιώσει ταλαιπωρία, βάσανα και δυστυχία, κι έχετε γεμίσει τα νεκροταφεία. Είναι πλέον αρκετό για να νιώσετε αποστροφή προς όλες τις δραστηριότητες (που προκαλούν δυστυχία), αρκετό για να γίνετε αποπαθιασμένοι απέναντί τους και αρκετό για να απελευθερωθείτε από αυτές».[4]
Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο σε pdf κάνοντας κλικ εδώ
[1] A I, Pabbatūpama-sutta, σ. 102.
[2] Η επαναγέννηση είναι ένα θέμα που απασχόλησε αρκετούς επιστήμονες στην εποχή μας και υπάρχουν πολλά αδιάσειστα επιστημονικά αποδεικτικά στοιχεία γι’ αυτή. Βλ. το άρθρο Μετενσάρκωση ή Επαναγέννηση — Επιστημονικές Έρευνες και Αποδείξεις, https://www.theravada.gr, Βιβλιοθήκη, Διάφορα Θέματα.
[3] S II, Assu-sutta, σ. 179.
[4] S II, Tiŋsamatta-sutta, σ. 187.