Οι Τέσσερις Ευγενείς Αλήθειες
Οι Τέσσερις Ευγενείς Αλήθειες
Η
Διδασκαλία του Βούδα είναι ουσιαστικά ένα μέσο ή μια σχεδία, για να περάσει κάποιος από την «κοντινή όχθη» της άγνοιας, του πάθους και της υπαρξιακής ταλαιπωρίας, στη «μακρινή ακτή» της υπερβατικής ειρήνης και ελευθερίας. Επειδή ο στόχος του να παρουσιάσει τη Διδασκαλία του είναι ρεαλιστικός—δηλαδή η απελευθέρωση από τον υπαρξιακό πόνο και την ταλαιπωρία—ο Βούδας μπορεί να απορρίψει ολόκληρη την κλίμακα της μεταφυσικής εικασίας και φιλοσοφίας ως μάταιη προσπάθεια. Συγκρίνει όσους αφοσιώνονται σε αυτή με κάποιον που χτυπήθηκε από δηλητηριασμένο βέλος αλλά αρνείται τη βοήθεια γιατρού μέχρι να μάθει λεπτομέρειες για τον δράστη και τον εξοπλισμό του. Έτσι και η ανθρωπότητα, χτυπημένη από το βέλος του πάθους, πληγωμένη από το γήρας και τον θάνατο, χρειάζεται επειγόντως βοήθεια.
Το φάρμακο που φέρνει ο Βούδας ως γιατρός[1] για τον κόσμο είναι η Διδασκαλία του, η οποία αποκαλύπτει τόσο την αλήθεια του υπαρξιακού μας δράματος όσο και τα μέσα με τα οποία μπορούμε να θεραπεύσουμε τις πληγές μας. Η Διδασκαλία, την οποία ανακάλυψε και δίδαξε ο Βούδας, αποτελείται στον πυρήνα της από τις Τέσσερις Ευγενείς Αλήθειες (cattāri ariya-saccāni), οι οποίες είναι:
1. η ευγενής αλήθεια του υπαρξιακού πόνου (dukkha),
2. η ευγενής αλήθεια της προέλευσης του υπαρξιακού πόνου (dukkhasamudaya),
3. η ευγενής αλήθεια της κατάπαυσης του υπαρξιακού πόνου (dukkhanirodha) και
4. η ευγενής αλήθεια της πρακτικής που οδηγεί στην κατάπαυση του υπαρξιακού πόνου (dukkhanirodhagāminī paṭipadā).
Στον Βουδισμό, οι Τέσσερις Ευγενείς Αλήθειες αναγνωρίζονται ως η πρώτη Διδασκαλία που έδωσε ο Βούδας και θεωρούνται ως οι σημαντικότερες διδασκαλίες του. Μπορεί να ειπωθεί ότι αυτές είναι η καρδιά της Διδασκαλίας του που εξέθεσε στο πρώτο κήρυγμά του προς τους πέντε συνασκητές του στην Ισιπατάνα (σημερινό Σαρνάτ) κοντά στο Μπενάρες. Αυτές προσφέρουν ένα γενικό πρότυπο για την οργάνωση όλων των διδασκαλιών του Βούδα.
Γι’ αυτό χρησιμοποιείται και η παρομοίωση ότι, όπως οι πατημασιές όλων των όντων που περπατούν χωράνε μέσα στην πατημασιά ενός ελέφαντα — και η πατημασιά του ελέφαντα χαρακτηρίζεται ως η ανώτατη λόγω του μεγάλου μεγέθους της — έτσι και όλες οι διδασκαλίες του Βούδα χωράνε μέσα στις Τέσσερις Ευγενείς Αλήθειες.[1]
Συνεπώς, μολονότι στη διάρκεια της μακράς διακονίας του των σαράντα πέντε χρόνων ο Βούδας δίδασκε με συστηματικότητα και μεθοδικότητα διάφορα θέματα, οι Τέσσερις Ευγενείς Αλήθειες συγκεντρώνουν όλα τα στοιχεία της Διδασκαλίας του σε ένα ολοκληρωμένο σύστημα. Αποτελούν την αρχιτεκτονική δομή της Διδασκαλίας του, πλαισιώνοντας τις συγκεκριμένες εκφάνσεις της.
Γιατί καλούνται «Ευγενείς Αλήθειες»;
Καλούνται «Ευγενείς Αλήθειες» επειδή, όπως λέει ο Βούδας: «είναι πραγματικές (tathāni), αλάνθαστες (avitathāni) και αμετάλλαχτες (anaññathāni)».[2]
Το προσδιοριστικό «Ευγενείς» επισημαίνει επίσης ότι αυτές οι Αλήθειες είναι επαληθεύσιμες, αξιόπιστες, αξιοσέβαστες και αξιέπαινες. Προσφέρουν μια αυθεντική, γνήσια και θεμελιώδη κατανόηση της ανθρώπινης ύπαρξης και του τρόπου με τον οποίο μπορεί κάποιος να απελευθερωθεί από τον κύκλο του υπαρξιακού πόνου, παρέχοντας σαφείς οδηγίες και μεθόδους για την πρακτική και την εφαρμογή της Διδασκαλίας στην καθημερινή ζωή.
Το προσδιοριστικό υποδηλώνει επιπλέον ότι οι Αλήθειες προέρχονται από τη βαθιά κατανόηση και τη σοφία του Βούδα, ο οποίος θεωρείται «Ευγενής», διότι οδηγούν σε μια ανώτερη κατάσταση πνευματικής ανάπτυξης, δηλαδή στη Φώτιση. Ως εκ τούτου, λέγεται ότι ακριβώς επειδή κατανοεί πλήρως τις Τέσσερις Ευγενείς Αλήθειες όπως πραγματικά είναι, ο Βούδας ονομάζεται «Άξιος» (Άραχαντ – Arahant) και «Πλήρως Αυτοφωτισμένος» (Σάμμα Σαμπούντχο – Sammā Sambuddho).[3] Επομένως, η στιγμή της Ανώτατης Γνώσης (Bodhi – Φώτισης) συμπίπτει με τη στιγμή που οι Τέσσερις Ευγενείς Αλήθειες κατανοούνται πλήρως.
Είτε εμφανιστεί στον κόσμο ένας Βούδας είτε όχι, οι Τέσσερις Ευγενείς Αλήθειες υπάρχουν. Ωστόσο, ο Βούδας είναι αυτός που τις αποκαλύπτει, τις φέρνει στο φως και τις διδάσκει στον παραπλανημένο κόσμο.
Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο σε pdf κάνοντας κλικ εδώ
[1] Μ Ι, Mahāhatthipadopama-sutta, σ. 184.
[2] S V, Tatha-sutta, σ. 430.
[3] S V, Sammāsambuddha-sutta, σ. 433.